- δυσορεξίας
- δυσορεξίᾱς , δυσορεξίαlack of appetitefem acc plδυσορεξίᾱς , δυσορεξίαlack of appetitefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.